- συγκρούσεως
- συγκρούσεω̆ς , σύγκρουσιςcollisionfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αεροτύλη — η τεχνολ. αποσβεστήρας συγκρούσεως μεταξύ τών βαγονιών τής ίδιας αμαξοστοιχίας. Η αεροτύλη λειτουργεί με βάση την ελαστική αντίδραση τού αέρα, που συμπιέζεται από ένα αεροστεγές έμβολο μέσα σε ισχυρό μεταλλικό κύλινδρο … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek